Παρασκευή 17 Μαΐου 2013


Ο σπουργίτης, το χελιδόνι και το μυρμήγκι - Λαϊκό παραμύθι

Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στην άκρη της στέγης, ήταν κι η φωλιά ενός σπουργίτη. Μια μέρα φυσούσε κρύος άνεμος κι άρχισε να βρέχει. Το χελιδόνι δεν ηύρε τίποτα να φάει. Μέσα στα θεμέλια του τοίχου είχε τη φωλιά του ένα μυρμήγκι. Το χελιδόνι επήγε και παρακάλεσε το μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαΐ κι ύστερα που θ’ανοίξει ο καιρός να του το δώσει διπλό. Το μυρμήγκι ήθελε και δεν ήθελε, γιατί ήταν πολύ
φιλάργυρο, αλλά, άμα άκουσε «διπλό», αποφάσισε και του έδωκε.

Ο σπουργίτης τα έβλεπε από πάνω, αλλά δεν έλεγε τίποτε. Το καλοκαίρι τα χελιδόνια επλήθυναν και το μυρμήγκι χαιρόταν όσο έβλεπε τους χρεοφειλέτες του να δυναμώνουν. Από μέρα σε μέρα περίμενε να του πληρώσουν το χρέος τους, αλλά δεν τους έλεγε τίποτε, ώσπου είχαν μωρά μικρά. Άμα όμως τα μωρά τους εμεγάλωσαν, μια μέρα από το χάραμα του θεού σηκώθηκαν κι έφυγαν. 

Βγαίνει το μυρμήγκι από τη φωλιά του, κοιτάζει… πουθενά οι χρεοφειλέτες! Kει που συλλογιζόταν πού να πήγαν, κι αν θα τον πληρώσουν, ακούει τη σπουργίταινα από πάνω και λέει στον άντρα της: – Έμαθες το νέο; 
Ποιο νέο; λέγει ο σπουργίτης.
 – Οι γειτόνοι μας, καλέ, τούτοι οι ξένοι, που κάθουνταν μέσ’ στον ηλιακό,
χάθηκαν από το χάραμα του θεού. Έμαθες πού επήγαν; 
– Έφυγαν, καλέ, έφυγαν κι επήγαν πέρα, από κει που ήρθαν. Τους άκουσα που ετοιμάζονταν, πριν να χαράξει το φως. Τ’ακούει το μυρμήγκι και λέει του σπουργίτη:
 – Ε! γείτονα, είναι πράμα τούτο; να το ξέρεις πως θα φύγουν και να μη μου το πεις; Καταστράφηκα ο κακομοίρης. Τους έδωκα δανεικά και τώρα έφυγαν και δεν μου έδωκαν μήτε μονά μήτε διπλά.
– Καλά να πάθεις! του λέει ο σπουργίτης. Οι πλεονέκτες έτσι παθαίνουν. Εγώ τις προάλλες σου εζήτησα πέντ’ έξι κουκιά σιτάρι και δεν μου έδωκες. Το χελιδόνι μόλις ήρθε, του έδωκες, γιατί σου έταξε διπλά. Πάρε τώρα! 
Ε, γείτονα, έχω μια συμβουλή να σου δώσω: Να κάμνεις δοσοληψίες με τον ντόπιο, όχι με τον ξένο.
Από τότε βγήκε κι η παροιμία: «Πάντα να κοιτάζεις το σπουργίτη που ’ναι ντόπιο κι όχι το χελιδόνι που ’ναι περαστικό».

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, Β΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας  Α. Ε., 2001)