Πέρασαν χρόνια κι ο μικρός Μακρυγιάννης ανδρώθηκε και «έκανε κατάστασιν» (απέκτησε χρήματα), όμως δεν ξέχασε «τις συμφωνίες με τον αληθινόν φίλον του»:
Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες κα άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτην μου και ευεργέτην μου και αληθινόν φίλον, -τον Άι-Γιάννη, και σώζεται ως την σήμερον- έχω και τόνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού εδοκίμασα…