Η ΣΗΜΑΙΑ
Αυτό είναι το ιερό πανί, το γαλανό και τ' άσπρο
κομμάτι απ' ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό
που' ναι λευκό σαν τον αφρό, του κύματος που ανθίζει
σε περιγιάλι ολόμορφο, σε πέλαο μακρινό.
Αυτό είναι το ιερό πανί, που όταν περνάει μπροστά μας
υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά.
Έκλαψαν μάτια και καρδιές, επάνω της κι οι κόρες
τις νύχτες την υφαίνανε κρυφά στον αργαλειό.
Είναι η σημαία τη βλόγησαν παπάδες μ' άσπρα γένια
μες στης σκλαβιάς το τρίσβαθο κι απόκρυφο σχολειό
είναι μια αθάνατη πνοή, που ορμάει να ζωντανέψει
με ανατριχίλα ανέκφραστη το δίχρωμο πανί.
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΧΙ
Κάτω από τη σημαία
στο σχολείο μπροστά
τα παιδιά γιορτάζουν,
τα Ελληνόπουλα
Όχι στους τυράννους !
Όχι στη σκλαβιά !
Ζήτω η ειρήνη !
Ζήτω η λευτεριά !
Ύστερα στο ηρώο
στέκουν σιωπηλά
Κι ακουμπούν στην πλάκα
αγριολούλουδα.
Ο ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ
Στερνός απ’ όλους δούπησε ο
σαλπιγκτής στο χώμα
της σάλπιγγάς του ο αντίλαλος δεν
είχε σβήσει ακόμα
της Πίνδου ξετρέχοντας τα πλάτη
πέρα ως πέρα,
πότε αντηχούσε σαν λυγμός και πότε
σαν φοβέρα.
Άθαφτος λιώνει ο σαλπιγκτής μέσ’
στις βροχές, παρέκει
η σκουριασμένη σάλπιγγα πιστά του
παραστέκει
Με του χιονιού το σάβανο τα σκέπασε
ο χειμώνας
κι ήταν βαρύς σαν κόλαση, μεγάλος
σαν αιώνας.
Μα τι κι αν ήρθε η άνοιξη; Μέσα στο
νέο χορτάρι
δε φαίνεται ούτε σάλπιγγα ούτε
σκεβρό κουφάρι.
Μόνο από νύχτα σε νυχτιά βγαίνει το
φάντασμά του
και ψάχνει στα χαμόκλαδα να βρει τη
σάλπιγγά του.
Μην αποκάμεις, σαλπιγκτή, και μη
λιγοπιστήσεις,
χιλιάδες νύχτες θα διαβούν, νύχτες
σιγής και φρίκης,
μα θα ’ρθει, θα ’ρθει ένα πρωί που εσύ
θα τους χτυπήσεις
με την παλιά σου σάλπιγγα τους
νέους σκοπούς της Νίκης.
ΟΧΙ
Ένα ΟΧΙ στον εχθρό σου,
όπως έκανες και πάντα,
βροντοφώναξες Ελλάδα
και το θρυλικό Σαράντα!
Και το πήρανε τα νιάτα
της πατρίδας το λουλούδι
και το έκαμαν με πίστη
εγερτήριο τραγούδι.
Στις κορφές ψηλά της Πίνδου
σαν θεριά έχουν ανέβει
κι αν τους λείπουνε τα όπλα
η ψυχή τους περισσεύει.
Πολεμούν στην Τρεμπεσίνα
τα παιδιά σου αντρειωμένα
κι ανασταίνουνε και πάλι
το παλιό Εικοσιένα!
ΣΤΗΝ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΟΥ 1940
Όταν τα παλικάρια μας εκεί ψηλά στα χιόνια
μάχονταν για τη λευτεριά, τα ένδοξα εκείνα χρόνια,
αόρατο το χέρι Σου, Μητέρα του Θεού μας,
δυνάμωνε, κι εμψύχωνε τη σκέψη του λαού μας!
το όραμα, Παρθένα μου, της άγιας μορφής Σου
κι η χάρη Παναγία μου, της μητρικής στοργής Σου,
συνόδευε, προστάτευε, κάθε πολεμιστή μας,
που έγινε ο κεραυνός του άθλιου υβριστή μας!
Στις εκκλησιές ολόθερμα άναβε το κεράκι,
με δέος και με σεβασμό το κάθε γεροντάκι,
που είχε το γιο, τον εγγονό, πάνω στο μετερίζι,
εκεί που η πατρίδα μας πάντοτε τον ορίζει.
Αγνή! Ηλιοστάλακτη! Πάναγνη! Ευλογημένη!
Σε Σε θερμή την προσευχή λέμε συγκινημένοι!
Ευγνώμονα τα χείλη μας εμπρός σου μουρμουρίζουν, τ
ενώ οι καρδιές τα άνθη τους, Μαρία, Σου χαρίζουν!
Επιμέλεια: Κατερίνα δασκάλα